Η ενεργειακή αγορά της Ευρώπης βρίσκεται μπροστά σε ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια των τελευταίων δεκαετιών. Ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επενδύσει πολιτικά και οικονομικά στη «μεγάλη μετάβαση» προς τις καθαρές μορφές ενέργειας, οι πραγματικότητες στο πεδίο αποκαλύπτουν ένα μωσαϊκό ανισοτήτων, τεχνικών εμποδίων και διαφορετικών εθνικών συμφερόντων που απειλούν να φρενάρουν τη διαδικασία.
Σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά τη λήξη της μεγάλης ενεργειακής κρίσης του 2022–23, οι ευρωπαϊκές τιμές ενέργειας παραμένουν υψηλότερες από εκείνες άλλων βιομηχανικών περιοχών, όπως των ΗΠΑ ή της Ασίας. Ταυτόχρονα, οι ροές φυσικού αερίου από τη Ρωσία έχουν περιοριστεί δραματικά, ενώ η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) δεν έχει ακόμα μεταφραστεί σε φθηνότερο ή πιο σταθερό ρεύμα για τους καταναλωτές.
Ένα κατακερματισμένο σύστημα
Η ίδια η δομή της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας αποτελεί πρόβλημα. Παρά τις προσπάθειες της Κομισιόν να δημιουργήσει μια ενιαία αγορά ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, τα κράτη-μέλη εξακολουθούν να λειτουργούν με διαφορετικούς κανόνες, εθνικά συστήματα στήριξης και ασύμμετρες επενδύσεις στις υποδομές.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) , σε πρόσφατη έκθεσή του, επισημαίνει ότι αυτή η κατακερματισμένη δομή μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος και «παγιδεύει» ορισμένες χώρες σε υψηλές τιμές. Οι χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης —μεταξύ τους και η Ελλάδα— είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα: διαθέτουν σημαντικές δυνατότητες για ΑΠΕ, αλλά ανεπαρκείς διασυνδέσεις με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά δίκτυα, γεγονός που οδηγεί συχνά σε υπερπαραγωγή ενέργειας που δεν μπορεί να εξαχθεί ή να αποθηκευτεί.
Ανανεώσιμες πηγές: πρόοδος χωρίς επαρκή υποδομή
Η μετάβαση στις ΑΠΕ έχει εντυπωσιακά νούμερα: το 2024, πάνω από το 44% της ηλεκτροπαραγωγής στην ΕΕ προήλθε από ανανεώσιμες πηγές. Παράλληλα, η αιολική ενέργεια ξεπέρασε για πρώτη φορά τον άνθρακα και η ηλιακή ισχύς αυξήθηκε κατά 25 GW μέσα σε έναν χρόνο — ρεκόρ για την ήπειρο.
Όμως η πρόοδος αυτή δεν είναι χωρίς προβλήματα. Οι καθυστερήσεις στην αδειοδότηση νέων έργων, η έλλειψη επαρκούς αποθήκευσης και οι περιορισμένες διασυνδέσεις οδηγούν συχνά σε φαινόμενα «συμφόρησης» του δικτύου. Τις ημέρες με υψηλή παραγωγή από φωτοβολταϊκά ή ανεμογεννήτριες, μεγάλα ποσοστά ενέργειας χάνουν την αξία τους ή ακόμα και απορρίπτονται, καθώς δεν υπάρχει τρόπος να μεταφερθούν ή να αποθηκευτούν.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει στόχο έως το 2030 το 15% της ηλεκτρικής ισχύος κάθε χώρας να είναι διασυνδεδεμένο με γειτονικά δίκτυα. Όμως σήμερα μόλις λίγες χώρες —όπως η Γαλλία και η Ολλανδία— πλησιάζουν αυτό το επίπεδο, ενώ άλλες, μεταξύ τους η Ισπανία και η Ελλάδα, παραμένουν πολύ πίσω.
Η ενεργειακή ασφάλεια σε νέα φάση
Η κρίση του 2022 άλλαξε ριζικά τον τρόπο που η Ευρώπη αντιλαμβάνεται την ενεργειακή της ασφάλεια. Οι διακοπές στις ροές ρωσικού φυσικού αερίου οδήγησαν σε επείγουσες κινήσεις διαφοροποίησης — νέες εγκαταστάσεις LNG, συμφωνίες με τη Νορβηγία, το Κατάρ, και τις ΗΠΑ, καθώς και επιτάχυνση των ΑΠΕ.
Ωστόσο, το ενεργειακό μείγμα της Ευρώπης παραμένει ευάλωτο. Οι εισαγωγές φυσικού αερίου παραμένουν στο 70–75% της συνολικής κατανάλωσης, ενώ το ακριβό κόστος αποθήκευσης και τα υψηλά επίπεδα φόρων ενέργειας σε πολλές χώρες εξακολουθούν να επιβαρύνουν τις τιμές.
Επιπλέον, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια νέα μορφή ενεργειακού ανταγωνισμού: τον βιομηχανικό. Οι Ηνωμένες Πολιτείες με τον Inflation Reduction Act προσφέρουν τεράστια φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις σε «πράσινη» τεχνολογία, προσελκύοντας ευρωπαϊκές εταιρείες που αναζητούν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος και ευνοϊκότερο κανονιστικό περιβάλλον. Αν και αυτός ο νόμος δοκιμάζεται από την κυβέρνηση Τραμπ δεν παύει να έχει ήδη επιπτώσεις.
Ο ρόλος της αποθήκευσης και των «έξυπνων» δικτύων
Αν η Ευρώπη θέλει να επιτύχει την πράσινη μετάβαση χωρίς να θυσιάσει την ασφάλεια εφοδιασμού, η επόμενη δεκαετία θα πρέπει να είναι αυτή της αποθήκευσης ενέργειας και των έξυπνων δικτύων.
Σήμερα, οι δυνατότητες αποθήκευσης —κυρίως μέσω αντλησιοταμιευτήρων και μπαταριών λιθίου— καλύπτουν λιγότερο από το 3% της ημερήσιας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι η ήπειρος παραμένει ευάλωτη σε διακυμάνσεις παραγωγής, κάτι που θα επιδεινωθεί όσο αυξάνεται η εξάρτηση από ασταθείς πηγές όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια.
Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και η Κομισιόν έχουν ανακοινώσει προγράμματα ύψους άνω των 20 δισ. ευρώ για επενδύσεις σε συστήματα αποθήκευσης και ευφυή δίκτυα μέχρι το 2030. Ωστόσο, η πρόοδος είναι άνιση και πολλές χώρες καθυστερούν λόγω γραφειοκρατίας ή έλλειψης εθνικού σχεδιασμού.
Το κόστος για τους καταναλωτές
Για τα νοικοκυριά, η μετάβαση παραμένει οδυνηρά αισθητή. Το 2024, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη ήταν κατά μέσο όρο 30% υψηλότερες από τον μέσο όρο της τελευταίας δεκαετίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Γερμανία και την Ολλανδία, οι τιμές για τη βιομηχανία παραμένουν σχεδόν διπλάσιες σε σχέση με τις ΗΠΑ — κάτι που επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητα.
Αυτό το χάσμα στις τιμές έχει αρχίσει να μεταφράζεται και σε πολιτική πίεση. Οι κυβερνήσεις καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα σε περιβαλλοντικούς στόχους και κοινωνική αποδοχή, καθώς αυξάνονται οι φωνές που ζητούν πιο «ρεαλιστικούς» ρυθμούς μετάβασης και στήριξη για τους πιο ευάλωτους καταναλωτές.
Διασυνδέσεις: η κρυφή ραχοκοκαλιά της ενοποίησης
Η συζήτηση για την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς δεν μπορεί να αγνοήσει το ζήτημα των διασυνδέσεων. Οι ενεργειακές υποδομές δεν είναι απλώς τεχνικά έργα — είναι και πολιτικά εργαλεία.
Αλλά απαιτούν χρόνια σχεδιασμού και δισεκατομμύρια επενδύσεων. Η γραφειοκρατία, οι αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών και οι καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις συχνά τα καθιστούν ευάλωτα σε πολιτικές αλλαγές.
Προοπτικές και προϋποθέσεις
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδιάζει την αναθεώρηση του Market Design for Electricity, με στόχο να μειωθεί η εξάρτηση των τιμών ηλεκτρισμού από την τιμή του φυσικού αερίου και να ενισχυθούν τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια (PPAs) μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών. Το σχέδιο αυτό, εάν εφαρμοστεί σωστά, θα μπορούσε να σταθεροποιήσει τις αγορές και να μειώσει τη μεταβλητότητα των τιμών.
Παράλληλα, το Ταμείο Καινοτομίας και ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δίνουν νέα ώθηση στις «πράσινες» επενδύσεις, ιδιαίτερα σε τομείς όπως η αποθήκευση ενέργειας, τα ηλεκτρικά δίκτυα και το υδρογόνο.
Όμως το ζητούμενο παραμένει: η πολιτική βούληση για μια πραγματικά ενιαία αγορά ενέργειας. Χωρίς συντονισμό, κοινά πρότυπα και διακρατικές επενδύσεις, η Ευρώπη κινδυνεύει να παραμείνει ένας χάρτης ασύμμετρων νησίδων ενέργειας — με μεγάλους χαμένους τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Η ενεργειακή κρίση μπορεί να πέρασε, αλλά η ενεργειακή μετάβαση μόλις άρχισε να δείχνει το πραγματικό της βάθος. Η Ευρώπη έχει μπροστά της μια δεκαετία αποφάσεων που θα καθορίσουν όχι μόνο το μέλλον της πράσινης οικονομίας, αλλά και τη θέση της στην παγκόσμια βιομηχανική σκακιέρα.
Όπως σημείωσε πρόσφατα ο Αντόνιο Γκουτέρες, «η εποχή των ορυκτών καυσίμων τελειώνει, το ερώτημα είναι πόσο γρήγορα». Για την Ευρώπη, η απάντηση δεν θα δοθεί μόνο στα συνέδρια και τα κείμενα πολιτικής, αλλά στα δίκτυα, τις συνδέσεις και τις πραγματικές επενδύσεις που θα καθορίσουν αν η ήπειρος θα μπορέσει να μείνει «συνδεδεμένη» με το μέλλον της ενέργειας.
Πηγή: https://energypress.gr/